ηλεκτρομεταλλουργία

ηλεκτρομεταλλουργία
Κλάδος της μεταλλουργίας. Ασχολείται με την παραγωγή και τον καθαρισμό των μεταλλευτικών προϊόντων μέσω της χρησιμοποίησης των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές βιομηχανικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην η. είναι: α) ηλεκτροθερμικές, όπου τα υλικά θερμαίνονται με διάφορους τρόπους (με ηλεκτρική αντίσταση, με τη δημιουργία ηλεκτρικού τόξου, με τη χρησιμοποίηση των επαγωγικών ρευμάτων και του φαινομένου της μαγνητικής υστέρησης) έως τη θερμοκρασία όπου μπορούν να παραχθούν καθαρά χημικές αντιδράσεις, χωρίς να γίνεται ηλεκτρολυτική διάσπαση. Οι ηλεκτροθερμικές διαδικασίες χρησιμοποιούνται για την παραλαβή των μετάλλων από μεταλλεύματα και εμπλουτισμένα μεταλλεύματα, για την παραγωγή χάλυβα και χυτοσιδήρου και την παραγωγή ορισμένων κραμάτων· β) ηλεκτροχημικές, που περιλαμβάνουν δύο είδη ηλεκτρολυτικών διαδικασιών. Η μία βασίζεται στην ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων ενός άλατος του μετάλλου σε συνηθισμένη θερμοκρασία ή και μεγαλύτερη (που δεν ξεπερνά όμως τους 100°C), ενώ η άλλη βασίζεται στην ηλεκτρόλυση τηγμένων αλάτων σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες. Οι ηλεκτροχημικές μέθοδοι εφαρμόζονται στην παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα, καθώς και έγχρωμων μετάλλων. Ειδικά: με την ηλεκτρόλυση τηγμάτων λαμβάνονται το αλουμίνιο, το μαγνήσιο, το νάτριο, το ασβέστιο κ.ά., ενώ με την ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων παράγονται διάφορα χλωρικά και υπερχλωρικά άλατα, το υπεροξείδιο του υδρογόνου, γίνεται ο καθαρισμός του χαλκού, του αργύρου, του μολύβδου, του κασσιτέρου, καθώς και διάφορες επιχρωμιώσεις και επινικελώσεις.
* * *
η
επιστημονικός και τεχνικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση τών θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων τού ηλεκτρισμού για την παραγωγή και τον εξευγενισμό τών μεταλλουργικών προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electrometallurgy < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + metallurgy (πρβλ. μεταλλουργία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • Αριέζ — (Αriège).Νομός (4.890 τ. χλμ., 139.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στα Νότια Πυρηναία, στο λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Φουά. Ο νομός της Α. είναι κυρίως ορεινός· διακόπτεται όμως από μεγάλες και εύφορες πεδιάδες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”